κακία

κακία
-ας + N 1 7-45-35-23-33=143 Gn 6,5; 31,52; Ex 22,22; 23,2; 32,12
badness, wickedness JgsA 9,56
κακίαι wicked actions, evil doings Gn 6,5; sin, wicked actions Ex 32,12; wickedness Hos 9,15; evil Jgs 20,34; hurt, damage 1 Mc 7,23; affliction 1 Kgs 20,29; ἐπὶ κακίᾳ for mischief, for evil Gn 31,52; πεποίηκεν ἡμῖν τὴν κακίαν ταύτην he has brought this affliction upon us 1 Sm 6,9; ἐὰν κακίᾳ κακοποιήσητε if you do evil (semit.?) 1 Sm 12,25; ἐὰν κακίᾳ κακώσητε αὐτούς if you afflict them by ill treatment (semit., rendering MT אתו תענה אם־ענה) Ex 22,22
*Jb 17,5 κακίας mischief-ָרִעים for MT ֵרִעים
friends
Cf. LE BOULLUEC 1989 322(Ex 32,12); WEVERS 1990 525(Ex 32,12); →MM; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακία — κακίᾱ , κακία badness fem nom/voc/acc dual κακίᾱ , κακία badness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακίᾳ — κακίαι , κακία badness fem nom/voc pl κακίᾱͅ , κακία badness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάκια — και κακιά, η 1. έχθρα, εχθρότητα, μνησικακία, κάκιωμα («από τότε μού κρατάει κάκια») 2. ψυχρότητα μεταξύ πρώην φίλων, διαταραχή τών σχέσεων μεταξύ φίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. κακίζω, υποχωρητικά] …   Dictionary of Greek

  • κακία — η (AM κακία) [κακός] 1. η ιδιότητα τού κακού ανθρώπου, η έλλειψη αρετής, η κακοήθεια 2. πονηρία, μοχθηρία, κακεντρέχεια 3. σκληρότητα νεοελλ. μσν. 1. οργή, θυμός 2. έχθρα, μίσος μσν. 1. ατιμία, ανηθικότητα 2. αλαζονεία, φιλοδοξία 3. μνησικακία… …   Dictionary of Greek

  • κακιά — ἡ βλ. κάκια …   Dictionary of Greek

  • κακία — η η ιδιότητα του κακού ανθρώπου, κακότητα: Η κακία σου δεν έχει όρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κακιά Σκάλα — Απότομη και απόκρημνη ακτή του Σαρωνικού, νοτιοανατολική απόληξη των Γερανείων, που βρίσκεται Δ των Μεγάρων. Από την περιοχή αυτή περνούν η σιδηροδρομική γραμμή Αθήνας Πελοποννήσου, η παλαιά και η νέα εθνική οδός Αθηνών Κορίνθου. Στην αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • κακίας — κακίᾱς , κακία badness fem acc pl κακίᾱς , κακία badness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακίαι — κακία badness fem nom/voc pl κακίᾱͅ , κακία badness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακίαν — κακίᾱν , κακία badness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακιῶν — κακία badness fem gen pl κακίζω abuse fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”